οστεοποίηση

οστεοποίηση
η
ιατρ. η οστέωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τ. ὀστεοποίησις, μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Βυζαντίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αποστέωση — η 1. μεταβολή σε οστό, οστεοποίηση, αποσκλήρυνση 2. υπερβολικό αδυνάτισμα, αποσκελέτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποστεούμαι. Η λ. μαρτυρείται στον Ι. Ορλάνδο] …   Dictionary of Greek

  • οστέωση — η (Μ ὀστέωσις και ὄστωσις) ο σχηματισμός τών οστών νεοελλ. 1. (ιστολ.) σύνολο ιστικών και βιοχημικών διεργασιών που καταλήγουν, με την καθίζηση αλάτων ασβεστίου, στην παραγωγή οστίτη ιστού, που αποτελεί ένα από τα στάδια τού σχηματισμού τών οστών …   Dictionary of Greek

  • οστεομυελίτιδα — (Ιατρ.). Φλεγμονώδης εξεργασία, η οποία προσβάλλει όλους τους ιστούς που συγκροτούν το οστό, δηλαδή το κυρίως οστό και τον μυελό. Κύριο αίτιο είναι ο χρυσίζων σταφυλόκοκκος, αλλά ο. μπορεί να προκληθεί και από άλλα μικρόβια, όπως ο στρεπτόκοκκος …   Dictionary of Greek

  • οστεοφυΐα — η ανατ. η οστέωση ή οστεοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + φυΐα (< φυής < φύω, φύομαι), πρβλ. τριχο φυΐα. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

  • οστό — το (ΑΜ όστοῡν, Α ασυναίρ. τ. ὀστέον, ποιητ. τ. ὀστεῡν, πιθ. αιολ. τ. ὄστιον) υπόλευκο και σκληρό όργανο, ένα από τα στοιχεία τού σκελετού τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το κόκαλο νεοελλ. φρ. α) «παίρνω σάρκα και οστά» (για ιδέα, προσπάθεια ή… …   Dictionary of Greek

  • πηγή — Oνομασία 15 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τετρακώμου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Δωρίδας, του νομού Φωκίδας.… …   Dictionary of Greek

  • συνδεσμόφυτο — το, Ν ιατρ. ενδοσυνδεσμική οστεοποίηση η οποία σε ορισμένες νόσους, όπως η αγκυλοποιητική σπονδυλαρθρίτιδα, παίρνει συστηματικό χαρακτήρα, προσβάλλοντας τους συνδέσμους τών σπονδύλων και προκαλώντας ακαμψία τής σπονδυλικής στήλης. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • γανοειδείς — Ομάδα ψαριών της παλιάς ταξινόμησης, η οποία σήμερα έχει διαχωριστεί και τα άτομά της κατανέμονται σε δύο υπερτάξεις: τους χονδρόστεους και τους ολόστεους. Οι γ. ήταν άλλοτε πολυάριθμοι, σήμερα όμως έχουν απομείνει μόλις λίγα γένη, τα οποία είναι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”